ξενοφιλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενοφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική xenofilia < xeno- + -philia ξενο- + -φιλία[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.no.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νο‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξενοφιλία θηλυκό
- συμπάθεια και φιλική διάθεση προς τους ξένους, τους αλλοδαπούς και της πολιτισμικής τους ταυτότητας
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενοφιλία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.