Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρωσόφιλος η ρωσόφιλη το ρωσόφιλο
      γενική του ρωσόφιλου της ρωσόφιλης του ρωσόφιλου
    αιτιατική τον ρωσόφιλο τη ρωσόφιλη το ρωσόφιλο
     κλητική ρωσόφιλε ρωσόφιλη ρωσόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρωσόφιλοι οι ρωσόφιλες τα ρωσόφιλα
      γενική των ρωσόφιλων των ρωσόφιλων των ρωσόφιλων
    αιτιατική τους ρωσόφιλους τις ρωσόφιλες τα ρωσόφιλα
     κλητική ρωσόφιλοι ρωσόφιλες ρωσόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρωσόφιλος < Ρωσ(ία) + -ο- + -φιλος

  Επίθετο επεξεργασία

ρωσόφιλος, -η, -ο

  1. λάτρης της ρωσικής κουλτούρας ή γλώσσας
  2. υποστηρικτής του Ρωσικού Κόμματος κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, μετά την επανάσταση του 1821

  Μεταφράσεις επεξεργασία