Ετυμολογία

επεξεργασία
russophile < russo- + -phile

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
russophile russophiles

russophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
russophile russophiles

russophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη russe