μισόξενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μισόξενος < ελληνιστική κοινή μισόξενος < μισό- (<μισῶ) + ξένος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /miˈso.kse.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σό‐ξε‐νος
Επίθετο
επεξεργασία
μισόξενος, -η, -ο
- (παρωχημένο) που μισεί τους ξένους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μισόξενος
Πηγές
επεξεργασία
- μισόξενος σελ.4711 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μισόξενος | τὸ | μισόξενον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μισοξένου | τοῦ | μισοξένου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μισοξένῳ | τῷ | μισοξένῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μισόξενον | τὸ | μισόξενον | ||
κλητική ὦ! | μισόξενε | μισόξενον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μισόξενοι | τὰ | μισόξενᾰ | ||
γενική | τῶν | μισοξένων | τῶν | μισοξένων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μισοξένοις | τοῖς | μισοξένοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μισοξένους | τὰ | μισόξενᾰ | ||
κλητική ὦ! | μισόξενοι | μισόξενᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισοξένω | τὼ | μισοξένω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μισοξένοιν | τοῖν | μισοξένοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μισόξενος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μισό- (<μισῶ / μισέω) + ξένος
Επίθετο
επεξεργασία
μισόξενος, -ος, -ον
- που μισεί τους ξένους, μισόξενος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- μισόξενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.