Δείτε επίσης: μίσος, μισός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μισεσ-
ονομαστική τὸ μῖσος τὰ μίση - μίσε
      γενική τοῦ μίσους - μίσεος τῶν μισῶν - μισέων
      δοτική τῷ μίσει - μίσεῐ̈ τοῖς μίσεσ(ν)
    αιτιατική τὸ μῖσος τὰ μίση - μίσεα
     κλητική ! μῖσος μίση - μίσεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μίσει - μίσεε
γεν-δοτ τοῖν  μισοῖν - μισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μῖσος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mēwdʰ- (παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μῖσος ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά