μῖσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μισεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | μῖσος | τὰ | μίση - μίσεᾰ | |
γενική | τοῦ | μίσους - μίσεος | τῶν | μισῶν - μισέων | |
δοτική | τῷ | μίσει - μίσεῐ̈ | τοῖς | μίσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | μῖσος | τὰ | μίση - μίσεα | |
κλητική ὦ! | μῖσος | μίση - μίσεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μίσει - μίσεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μισοῖν - μισέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μῖσος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mēwdʰ- (παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμῖσος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- το μίσηθρον : μαγικό φίλτρο για να προκαλεί κάποιος εχθρότητα
- μισο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μισο- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- μισέλλην
- μισάνθρωπος
- μισάδελφος
- μισαθήναιος
- μισαλέξανδρος
- μισοβάρβαρος
- μισολάκων
- μισόδημος (ο εχθρός της δημοκρατίας)
- μισόπολις
- μισόλογος
- μισόπερσης
- μισοπόνηρος (που μισεί την πονηριά)
- μισοπόρπαξ (που μισεί τη λαβή της ασπίδας, δηλαδή τον πόλεμο)
- μισόσοφος
- μισοτύραννος
- μισότυφος (που μισεί την υπερηφάνεια)
- μισοφίλιππος
- μισοψευδής (που μισεί τα ψεύδη)
Πηγές
επεξεργασία- μῖσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μῖσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.