αρχομανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχομανία < άρχω (=εξουσιάζω) + μανία. Δηλαδή αυτός που έχει μανία να κυριαρχεί, να εξουσιάζει.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχομανία θηλυκό
- το υπέρμετρο πάθος κατάκτησης της αρχής ή της εξουσίας.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχομανία
|