Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχομανία οι αρχομανίες
      γενική της αρχομανίας των αρχομανιών
    αιτιατική την αρχομανία τις αρχομανίες
     κλητική αρχομανία αρχομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχομανία < άρχω (=εξουσιάζω) + μανία. Δηλαδή αυτός που έχει μανία να κυριαρχεί, να εξουσιάζει.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχομανία θηλυκό

  • το υπέρμετρο πάθος κατάκτησης της αρχής ή της εξουσίας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία