νυμφομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νυμφομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nymphomanie < αρχαία ελληνική νύμφη (νυμφο-) + -μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανυμφομανία θηλυκό
- η συνεχής και ακόρεστη (σε παθολογικό βαθμό) επιθυμία μιας γυναίκας για σεξουαλική επαφή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νυμφομανία