Δείτε επίσης: μανία, -μανία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. Μάνια < χαϊδευτικό του Γεθσημανή
  2. Μάνια < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μάνια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία