perfectly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | perfectly |
συγκριτικός | more perfectly |
υπερθετικός | most perfectly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαperfectly (en)
- απόλυτα, τέλεια, με ολοκληρωμένο τρόπο
- ↪ It is perfectly normal.
- Είναι απόλυτα φυσιολογικό.
- ↪ He is perfectly prepared for his exams.
- Είναι τέλεια προετοιμασμένος για τις εξετάσεις του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ It is perfectly normal.
- τέλεια, άψογα, με άψογο τρόπο
- ↪ I do something perfectly.
- Κάνω κάτι τέλεια.
- ↪ He writes and speaks two different languages perfectly.
- Γράφει και μιλάει άψογα/τέλεια δύο ξένες γλώσσες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flawlessly
- ↪ I do something perfectly.
Πηγές
επεξεργασία- perfectly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 871-872. ISBN 9780194325684., λήμμα: τέλειος