flawlessly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | flawlessly |
συγκριτικός | more flawlessly |
υπερθετικός | most flawlessly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαflawlessly (en)
- άψογα, αψεγάδιαστα, τέλεια
- ⮡ He writes and speaks flawlessly in two different languages.
- Γράφει και μιλάει άψογα δύο ξένες γλώσσες.
- ⮡ He lives/dresses/behaves flawlessly.
- Zει/ντύνεται/φέρεται άψογα.
- ⮡ I do something flawlessly.
- Κάνω κάτι τέλεια.
- ≈ συνώνυμα: immaculately, impeccably και perfectly
- ⮡ He writes and speaks flawlessly in two different languages.