Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός immaculately
συγκριτικός more immaculately
υπερθετικός most immaculately

  Ετυμολογία επεξεργασία

immaculately < immaculate + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

immaculately (en)