immaculately
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | immaculately |
συγκριτικός | more immaculately |
υπερθετικός | most immaculately |
Ετυμολογία
επεξεργασία- immaculately < immaculate + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαimmaculately (en)
- άψογα
- ⮡ He lives/dresses/behaves immaculately.
- Zει/ντύνεται/φέρεται άψογα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flawlessly
- ⮡ He lives/dresses/behaves immaculately.