immaculate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- immaculate < μέση αγγλική immaculate < λατινική immaculatus < maculatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος maculo (λερώνω, μολύνω, λεκιάζω) < macula < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *smh₂-tló-m < *smeh₁-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪˈmækjʊlət/
Επίθετο
επεξεργασίαimmaculate (en)
- αγνός
- αναμάρτητος
- άμωμος
- Immaculate Conception
- η Άμωμη Σύλληψη
- Immaculate Conception
- άψογος
- αψεγάδιαστος