μολύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μολύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μολύνω, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollute
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmo.lin.si/
Ρήμα
επεξεργασίαμολύνω (παθητική φωνή: μολύνομαι)
- (βιολογία) εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς
- (συνεκδοχικά) ρυπαίνω
- (μεταφορικά) προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μολύνω | μόλυνα | θα μολύνω | να μολύνω | μολύνοντας | |
β' ενικ. | μολύνεις | μόλυνες | θα μολύνεις | να μολύνεις | μόλυνε | |
γ' ενικ. | μολύνει | μόλυνε | θα μολύνει | να μολύνει | ||
α' πληθ. | μολύνουμε | μολύναμε | θα μολύνουμε | να μολύνουμε | ||
β' πληθ. | μολύνετε | μολύνατε | θα μολύνετε | να μολύνετε | μολύνετε | |
γ' πληθ. | μολύνουν(ε) | μόλυναν μολύναν(ε) |
θα μολύνουν(ε) | να μολύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μόλυνα | θα μολύνω | να μολύνω | μολύνει | ||
β' ενικ. | μόλυνες | θα μολύνεις | να μολύνεις | μόλυνε | ||
γ' ενικ. | μόλυνε | θα μολύνει | να μολύνει | |||
α' πληθ. | μολύναμε | θα μολύνουμε | να μολύνουμε | |||
β' πληθ. | μολύνατε | θα μολύνετε | να μολύνετε | μολύντε | ||
γ' πληθ. | μόλυναν μολύναν(ε) |
θα μολύνουν(ε) | να μολύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μολύνει | είχα μολύνει | θα έχω μολύνει | να έχω μολύνει | ||
β' ενικ. | έχεις μολύνει | είχες μολύνει | θα έχεις μολύνει | να έχεις μολύνει | ||
γ' ενικ. | έχει μολύνει | είχε μολύνει | θα έχει μολύνει | να έχει μολύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε μολύνει | είχαμε μολύνει | θα έχουμε μολύνει | να έχουμε μολύνει | ||
β' πληθ. | έχετε μολύνει | είχατε μολύνει | θα έχετε μολύνει | να έχετε μολύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν μολύνει | είχαν μολύνει | θα έχουν μολύνει | να έχουν μολύνει |
|