Ετυμολογία

επεξεργασία

μολύνω (παθητική φωνή: μολύνομαι)

  1. (βιολογία) εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς
  2. (συνεκδοχικά) ρυπαίνω
  3. (μεταφορικά) προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία