infect
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
infect (en)
- μολύνω, μεταδίδω μια αρρώστια
- μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου ή το πάθος μου για κάτι, κολλάω
- Her passion for dancing has infected me.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | infect | infects |
θηλυκό | infecte | infectes |
infect (fr) αρσενικό