infect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | infect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | infects |
αόριστος | infected |
παθητική μετοχή | infected |
ενεργητική μετοχή | infecting |
Ρήμα
επεξεργασία
infect (en)
- (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, μεταδίδω μια αρρώστια
- ⮡ He infected me with his flu.
- Μου κόλλησε τη γρίπη του.
- ≈ συνώνυμα: contaminate
- ⮡ He infected me with his flu.
- (μεταβατικό) μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου ή το πάθος μου για κάτι, κολλάω
- ⮡ Her high spirits infected us all.
- Μας κόλλησε όλους το κέφι της.
- ⮡ Her high spirits infected us all.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ