ενεστώτας infect
γ΄ ενικό ενεστώτα infects
αόριστος infected
παθητική μετοχή infected
ενεργητική μετοχή infecting

infect (en)

  1. (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, μεταδίδω μια αρρώστια
      He infected me with his flu.
    Μου κόλλησε τη γρίπη του.
     συνώνυμα: contaminate
  2. (μεταβατικό) μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου ή το πάθος μου για κάτι, κολλάω
      Her high spirits infected us all.
    Μας κόλλησε όλους το κέφι της.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κολλώ