ενεστώτας contaminate
γ΄ ενικό ενεστώτα contaminates
αόριστος contaminated
παθητική μετοχή contaminated
ενεργητική μετοχή contaminating

contaminate (en)

  1. (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς
    ⮡  If the wound is contaminated
    Αν το τραύμα μολυνθεί
     συνώνυμα: infect
  2. (μεταβατικό) μολύνω, ρυπαίνω
    ⮡  The cars contaminated the air with exhaust gases.
    Τ' αυτοκίνητα μόλυναν τον αέρα με καυσαέρια.
     συνώνυμα: pollute
  3. (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο
    ⮡  He contaminated the whole class with his anarchic ideas.
    Κόλλησε όλη την τάξη με τις αναρχικές ιδέες του.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460, 559. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κολλώ, μολύνω