πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παθογόνος η παθογόνος
& παθογόνα
το παθογόνο
      γενική του παθογόνου της παθογόνου
& παθογόνας
του παθογόνου
    αιτιατική τον παθογόνο την παθογόνο
& παθογόνα
το παθογόνο
     κλητική παθογόνε παθογόνε
& παθογόνα
παθογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παθογόνοι οι παθογόνοι
& παθογόνες
τα παθογόνα
      γενική των παθογόνων των παθογόνων των παθογόνων
    αιτιατική τους παθογόνους τις παθογόνους
& παθογόνες
τα παθογόνα
     κλητική παθογόνοι παθογόνοι
& παθογόνες
παθογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

παθογόνος, -α/-ος, -ο(ν)

  1. (ιατρική) που είναι αιτία μιας ασθένειας
    παθογόνα μικρόβια

Μεταφράσεις

επεξεργασία