μολύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μολύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μολύνω
Ρήμα
επεξεργασίαμολύνομαι
- → δείτε τη λέξη μολύνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μολύνομαι | μολυνόμουν(α) | θα μολύνομαι | να μολύνομαι | μολυνόμενος | |
β' ενικ. | μολύνεσαι | μολυνόσουν(α) | θα μολύνεσαι | να μολύνεσαι | (μολύνου) | |
γ' ενικ. | μολύνεται | μολυνόταν(ε) | θα μολύνεται | να μολύνεται | ||
α' πληθ. | μολυνόμαστε | μολυνόμαστε μολυνόμασταν |
θα μολυνόμαστε | να μολυνόμαστε | ||
β' πληθ. | μολύνεστε | μολυνόσαστε μολυνόσασταν |
θα μολύνεστε | να μολύνεστε | (μολύνεστε) | |
γ' πληθ. | μολύνονται | μολύνονταν μολυνόντουσαν |
θα μολύνονται | να μολύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μολύνθηκα | θα μολυνθώ | να μολυνθώ | μολυνθεί | ||
β' ενικ. | μολύνθηκες | θα μολυνθείς | να μολυνθείς | μολύνσου | ||
γ' ενικ. | μολύνθηκε | θα μολυνθεί | να μολυνθεί | |||
α' πληθ. | μολυνθήκαμε | θα μολυνθούμε | να μολυνθούμε | |||
β' πληθ. | μολυνθήκατε | θα μολυνθείτε | να μολυνθείτε | μολυνθείτε | ||
γ' πληθ. | μολύνθηκαν μολυνθήκαν(ε) |
θα μολυνθούν(ε) | να μολυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μολυνθεί | είχα μολυνθεί | θα έχω μολυνθεί | να έχω μολυνθεί | μολυσμένος | |
β' ενικ. | έχεις μολυνθεί | είχες μολυνθεί | θα έχεις μολυνθεί | να έχεις μολυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μολυνθεί | είχε μολυνθεί | θα έχει μολυνθεί | να έχει μολυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μολυνθεί | είχαμε μολυνθεί | θα έχουμε μολυνθεί | να έχουμε μολυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μολυνθεί | είχατε μολυνθεί | θα έχετε μολυνθεί | να έχετε μολυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μολυνθεί | είχαν μολυνθεί | θα έχουν μολυνθεί | να έχουν μολυνθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μολυσμένος - είμαστε, είστε, είναι μολυσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μολυσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μολυσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μολυσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μολυσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μολυσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μολυσμένοι |