Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μολυσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μολυσμέν
ος
η
μολυσμέν
η
το
μολυσμέν
ο
γενική
του
μολυσμέν
ου
της
μολυσμέν
ης
του
μολυσμέν
ου
αιτιατική
τον
μολυσμέν
ο
τη
μολυσμέν
η
το
μολυσμέν
ο
κλητική
μολυσμέν
ε
μολυσμέν
η
μολυσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μολυσμέν
οι
οι
μολυσμέν
ες
τα
μολυσμέν
α
γενική
των
μολυσμέν
ων
των
μολυσμέν
ων
των
μολυσμέν
ων
αιτιατική
τους
μολυσμέν
ους
τις
μολυσμέν
ες
τα
μολυσμέν
α
κλητική
μολυσμέν
οι
μολυσμέν
ες
μολυσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μολυσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μολύνω
Μετοχή
επεξεργασία
μολυσμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μολύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μολυσμένος
γαλλικά
:
pollué
(fr)
,
vicié
(fr)
,
infecté
(fr)
ρουμανικά
:
infectat
(ro)
ρωσικά
:
зараженный, загрязнённый
(ru)
-->