↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μολυσμένος η μολυσμένη το μολυσμένο
      γενική του μολυσμένου της μολυσμένης του μολυσμένου
    αιτιατική τον μολυσμένο τη μολυσμένη το μολυσμένο
     κλητική μολυσμένε μολυσμένη μολυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μολυσμένοι οι μολυσμένες τα μολυσμένα
      γενική των μολυσμένων των μολυσμένων των μολυσμένων
    αιτιατική τους μολυσμένους τις μολυσμένες τα μολυσμένα
     κλητική μολυσμένοι μολυσμένες μολυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μολυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μολύνω

μολυσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία