μολυντήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μολυντήρι | τα | μολυντήρια |
γενική | του | μολυντηριού | των | μολυντηριών |
αιτιατική | το | μολυντήρι | τα | μολυντήρια |
κλητική | μολυντήρι | μολυντήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μολυντήρι < μολύνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μολυντήρι ουδέτερο
- το σαμιαμίδι
- (ειδικότερα), (ζωολογία) το σαμιαμίδι: Hemidactylus turcicus
Μεταφράσεις επεξεργασία
μολυντήρι
|