σαμιαμίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμιαμίδι | τα | σαμιαμίδια |
γενική | του | σαμιαμιδιού | των | σαμιαμιδιών |
αιτιατική | το | σαμιαμίδι | τα | σαμιαμίδια |
κλητική | σαμιαμίδι | σαμιαμίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαμιαμίδι < μεσαιωνική ελληνική σαμαμίθιον, υποκοριστικό του σαμιάμινθος < εβραϊκή שממית (smamít)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαμιαμίδι ουδέτερο
- (ζωολογία) μικρή σαύρα της οικογένειας Gekkonidae, γνωστό για την ικανότητά του να κολλάει σε τοίχους και οροφές
- (μεταφορικά, σκωπτικό) κοντός άνθρωπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- μολυντήρι, σφελάκι, αμιαμίθι, σαλαμίθι, σαμιομίδι – σαλαμάντρα – τσαρπεδόνι, τσαρπιδόνι, τσαρπιδόνα, τσουπιλιαγκέλεφας, χωροσάφρα (Σαμψούντα) – (Kεφαλλούντα) σκορδανίτσα (η μικρή πράσινη), σαλμιρίχα, σαλαβρίχα, σαλαβρίχι (η μικρή μαύρη σαύρα), σκορδανιτσολόγος (η μεγάλη πράσινη) – πρασίνα, ξαφνιστήρα, μολυντήρι, κωλοσαυρέα, κωλοσταυρέα, κωλοστραβέα, κωλοσταυρού, κωλοσαρίδα, κωλοσαρήθρα, κωλοσκερά, κωλοσουφράς, κωλοτάνα – κουρκάς-κολυντιρι, γκουστερίτσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σαμιαμίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας