Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμιαμίδι τα σαμιαμίδια
      γενική του σαμιαμιδιού των σαμιαμιδιών
    αιτιατική το σαμιαμίδι τα σαμιαμίδια
     κλητική σαμιαμίδι σαμιαμίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμιαμίδι < μεσαιωνική ελληνική σαμαμίθιον, υποκοριστικό του σαμιάμινθος < εβραϊκή שממית (smamít)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμιαμίδι ουδέτερο

  1. (ζωολογία) μικρή σαύρα της οικογένειας Gekkonidae, γνωστό για την ικανότητά του να κολλάει σε τοίχους και οροφές
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) κοντός άνθρωπος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  • μολυντήρι, σφελάκι, αμιαμίθι, σαλαμίθι, σαμιομίδι – σαλαμάντρα – τσαρπεδόνι, τσαρπιδόνι, τσαρπιδόνα, τσουπιλιαγκέλεφας, χωροσάφρα (Σαμψούντα) – (Kεφαλλούντα) σκορδανίτσα (η μικρή πράσινη), σαλμιρίχα, σαλαβρίχα, σαλαβρίχι (η μικρή μαύρη σαύρα), σκορδανιτσολόγος (η μεγάλη πράσινη) – πρασίνα, ξαφνιστήρα, μολυντήρι, κωλοσαυρέα, κωλοσταυρέα, κωλοστραβέα, κωλοσταυρού, κωλοσαρίδα, κωλοσαρήθρα, κωλοσκερά, κωλοσουφράς, κωλοτάνα – κουρκάς-κολυντιρι, γκουστερίτσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία