Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλαμάντρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλαμάντρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη σαλαμάνδρα