σαύρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαύρα | οι | σαύρες |
γενική | της | σαύρας | των | σαυρών |
αιτιατική | τη | σαύρα | τις | σαύρες |
κλητική | σαύρα | σαύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαύρα < αρχαία ελληνική σαύρα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαύρα θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαύρα