↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουστέρα οι γουστέρες
      γενική της γουστέρας των γουστερών
    αιτιατική τη γουστέρα τις γουστέρες
     κλητική γουστέρα γουστέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γουστέρα < γουστερίτσα < σλαβική gusteritsa (βλέπε και σερβικό гу̏штер (gȕšter)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γουστέρα θηλυκό

  1. η πρασινόσαυρα (Lacerta viridis) η οποία στον ελληνικό χώρο συναντιέται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και σε αρκετό υψόμετρο
    Ούτε τα δέντρα πρόσεχε, ούτε τις γουστέρες, που τρύπωναν στα χαμόκλαδα, καταπράσινες σα φρεσκοβαμμένες (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τα ψηλά βουνά)
  2. (γενικότερα) μικρή σαύρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία