γουστερίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γουστερίτσα | οι | γουστερίτσες |
γενική | της | γουστερίτσας | — | |
αιτιατική | τη | γουστερίτσα | τις | γουστερίτσες |
κλητική | γουστερίτσα | γουστερίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγουστερίτσα θηλυκό
- η τοιχόσαυρα (Podarcis muralis) που συναντιέται σε όλη την Ευρώπη
- (γενικότερα) μικρή σαύρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουστερίτσα
|