πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική jaszczurka jaszczurki
γενική jaszczurki jaszczurek
δοτική jaszczurce jaszczurkom
αιτιατική jaszczurkę jaszczurki
οργανική jaszczurką jaszczurkami
τοπική jaszczurce jaszczurkach
κλητική jaszczurko jaszczurki

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /jaʃˈt͡ʃ̑ur.ka/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jaszczurka (pl) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία