Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαυρίδι τα σαυρίδια
      γενική του σαυριδιού των σαυριδιών
    αιτιατική το σαυρίδι τα σαυρίδια
     κλητική σαυρίδι σαυρίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαυρίδι < μεσαιωνική ελληνική σαυρίδιον < σαυρίς (υποκοριστικό του σαῦρος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈvɾi.ði/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαυρίδι ουδέτερο (και σαφρίδι)

  • μικρό ψάρι της Μεσογείου (Trachurus trachurus) που συναντάται στα ρηχά

  Μεταφράσεις επεξεργασία