↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαυρίδι τα σαυρίδια
      γενική του σαυριδιού των σαυριδιών
    αιτιατική το σαυρίδι τα σαυρίδια
     κλητική σαυρίδι σαυρίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαυρίδι < μεσαιωνική ελληνική σαυρίδιον < σαυρίς (υποκοριστικό του σαῦρος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saˈvɾi.ði/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαυρίδι ουδέτερο (και σαφρίδι)

  • μικρό ψάρι της Μεσογείου (Trachurus trachurus) που συναντάται στα ρηχά
    ※  Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
    Μαίρη Μαγουλά, Κύματα του Βοσπόρου, αρχική δημοσίευση: (2015), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180303155, @google.gr/books

  Μεταφράσεις

επεξεργασία