καλκάνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλκάνι | τα | καλκάνια |
γενική | του | καλκανιού | των | καλκανιών |
αιτιατική | το | καλκάνι | τα | καλκάνια |
κλητική | καλκάνι | καλκάνια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλκάνι < μεσαιωνική ελληνική καλκάνι < τουρκική kalkan [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kal.ˈka.ni/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καλκάνι ουδέτερο
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού (επιστημονική ονομασία: Scophthalmus maximus) της οικογένειας των βοθιδών με πεπλατυσμένο ρομβοειδές σώμα και τριγωνικά πτερύγια
- ≈ συνώνυμα: ιππόγλωσσος, συάκι, χωματίδα, ψήσσα
- το επάνω κυρτό μέρος της πρύμνης ενός πλοίου, συνήθως διακοσμημένο, η κορώνη
- (αρχιτεκτονική) η τριγωνική απόληξη μιας στέγης
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- καλκάνι στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
είδος ψαριού
Επεξεργασία
- ↑ «καλκάνι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.