πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλκάνι τα καλκάνια
      γενική του καλκανιού των καλκανιών
    αιτιατική το καλκάνι τα καλκάνια
     κλητική καλκάνι καλκάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το ψάρι καλκάνι

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλκάνι ουδέτερο

  1. είδος ψαριού (Scophthalmus maximus (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)) με πεπλατυσμένο ρομβοειδές σώμα και τριγωνικά πτερύγια
      Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
    Μαίρη Μαγουλά, Κύματα του Βοσπόρου, αρχική δημοσίευση: (2015), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180303155, @google.gr/books
     συνώνυμα: ιππόγλωσσος, συάκι, χωματίδα, ψήσσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. το επάνω κυρτό μέρος της πρύμνης ενός πλοίου, συνήθως διακοσμημένο, η κορώνη
  3. (αρχιτεκτονική) η τριγωνική απόληξη μιας στέγης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία