μπαρμπούνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπαρμπούνι < βενετική barbon < ιταλική barba < λατινική barba < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰardʰeh₂- (γένι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπαρμπούνι ουδέτερο
- (ιχθυολογία) είδος ακανθοπτέρυγου ψαριού με χρώμα ερυθρωπό, με μήκος έως 35 εκατοστά (τρίγλη η μυστακοφόρος -trigla barbatus και Mullus surmuletus) του γένους Τρίγλη (Trigla) και της οικογενείας των τριγλιδών (Triglidae)
- (βοτανική) (συνήθως στον πληθυντικό) είδος φασολιού με ερυθρωπά στίγματα