Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαρμπούνι τα μπαρμπούνια
      γενική του μπαρμπουνιού των μπαρμπουνιών
    αιτιατική το μπαρμπούνι τα μπαρμπούνια
     κλητική μπαρμπούνι μπαρμπούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Mullus surmuletus

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαρμπούνι < (άμεσο δάνειο) βενετική barbon < ιταλική barba < λατινική barba < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰardʰeh₂- (γένι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαρμπούνι ουδέτερο

  1. (ψάρι) είδος ακανθοπτέρυγου ψαριού με χρώμα ερυθρωπό, με μήκος έως 35 εκατοστά (τρίγλη η μυστακοφόρος -trigla barbatus και Mullus surmuletus) του γένους Τρίγλη (Trigla) και της οικογενείας των τριγλιδών (Triglidae)
  2. (φυτό) (συνήθως στον πληθυντικό) είδος φασολιού με ερυθρωπά στίγματα
     συνώνυμα: μπαρμπουνοφάσουλο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία