Δείτε επίσης: ἀθερίνη, Ἀθερίνη, ἀθερίνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθερίνα οι αθερίνες
      γενική της αθερίνας των αθερινών
    αιτιατική την αθερίνα τις αθερίνες
     κλητική αθερίνα αθερίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η αθερίνα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αθερίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀθερίνα < αρχαία ελληνική ἀθερίνη + (με μεταπλασμό σε θηλυκό)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.θeˈɾi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐θε‐ρί‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αθερίνα θηλυκό

  • (ψάρι) είδος ψαριού με μήκος 10-18 εκατοστά και συναντάται και σε παραλίες (Atherina hepsetus)
    ※  Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
    Μαίρη Μαγουλά, Κύματα του Βοσπόρου, αρχική δημοσίευση: (2015), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180303155, @google.gr/books

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία