αθερίνα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθερίνα | οι | αθερίνες |
γενική | της | αθερίνας | των | αθερινών |
αιτιατική | την | αθερίνα | τις | αθερίνες |
κλητική | αθερίνα | αθερίνες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αθερίνα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αθερίνα θηλυκό
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού