Δείτε επίσης: αθερίνα, Ἀθερίνη, ἀθερίνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀθερίνη αἱ ἀθερῖναι
      γενική τῆς ἀθερίνης τῶν ἀθερινῶν
      δοτική τῇ ἀθερίν ταῖς ἀθερίναις
    αιτιατική τὴν ἀθερίνην τὰς ἀθερίνᾱς
     κλητική ! ἀθερίνη ἀθερῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀθερίν
γεν-δοτ τοῖν  ἀθερίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθερίνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀθερίνη, -ης θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία