ἀθερίνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀθερίνη | αἱ | ἀθερῖναι |
γενική | τῆς | ἀθερίνης | τῶν | ἀθερινῶν |
δοτική | τῇ | ἀθερίνῃ | ταῖς | ἀθερίναις |
αιτιατική | τὴν | ἀθερίνην | τὰς | ἀθερίνᾱς |
κλητική ὦ! | ἀθερίνη | ἀθερῖναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀθερίνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀθερίναιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀθερίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀθερίνη, -ης θηλυκό
- (ψάρι) αθερίνα (Atherina hepsetus)
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 17 @scaife.perseus
- Τίκτει δὲ πρῶτον τῶν τοιούτων ἀθερίνη (τίκτει δὲ πρὸς τῇ γῇ), κέφαλος δὲ ὕστατος·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 17 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀθερῖνος (αρσενικό)
Πηγές
επεξεργασία- ἀθερίνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.