ἀθερῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀθερῖνος | οἱ | ἀθερῖνοι |
γενική | τοῦ | ἀθερίνου | τῶν | ἀθερίνων |
δοτική | τῷ | ἀθερίνῳ | τοῖς | ἀθερίνοις |
αιτιατική | τὸν | ἀθερῖνον | τοὺς | ἀθερίνους |
κλητική ὦ! | ἀθερῖνε | ἀθερῖνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀθερίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀθερίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀθερῖνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀθερῖνος, -ου αρσενικό
- (ψάρι) άλλη μορφή του ἀθερίνη
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 2 @scaife.perseus
- Ὅλως δ’ ἀγελαῖά ἐστι τὰ τοιάδε, θυννίδες, μαινίδες, κωβιοί, βῶκες, σαῦροι, κορακῖνοι, σινόδοντες, τρίγλαι, σφύραιναι, ἀνθίαι, ἐλεγῖνοι, ἀθερῖνοι, σαργῖνοι, βελόναι, τευθοί, ἰουλίδες, πηλαμύδες, σκόμβροι, κολίαι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 2 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ἀθερῖνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.