Δείτε επίσης: αθερίνα, ἀθερίνη
μεσαιωνικά ελληνικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀθερίν αἱ ἀθερίνες
      γενική τῆς ἀθερίνᾱς τῶν ἀθερινῶν
    αιτιατική τὴν ἀθερίνᾰν τὰς ἀθερίνᾱς
     κλητική ! ἀθερίνα ἀθερίνες
Νέα ελληνιστική & μεσαιωνική κλίση με εξαιρέσεις στην 1η κλίση:
* κατάληξη με βραχύ ᾰ αντί του αναμενόμενου μακρού ᾱ.
* η γενική δεν είναι η αναμενόμενη -ης (προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο)
* ο πληθυντικός δεν λήγει σε -αι αλλά -ες.
Κατηγορία 'κοῦπα' όπως «κοῦπα» - Παράρτημα:Γραμματική

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθερίνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀθερίνη + (με μεταπλασμό σε θηλυκό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀθερίνα, -ας θηλυκό (σε χρήση και σήμερα)

  • (ψάρι) αθερίνα
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 336, (333-340), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.189 @archive.org
    πάντως οὐ λέγω ψέματα, οἱ πάντες θεωροῦν το,
    τὸ πῶς καθίζεις, ἄτυχε, κάτω εἰς περιγιάλιν,
    ὑπάγεις καὶ καθέζεσαι εἰς πέτραν στεφανέαν,
    καὶ βλέπεις τὸ ψαρόπουλον αὐτὴν τὴν ἀθερίναν,
    κι ἂν ἔχῃ δρόμον, οὐ λαλεῖς, ἀφίνεις την καὶ πάγει,
    εἰ δὲ πολλάκις ἂν σταθῇ μικρὸν νὰ ἀνασάνῃ,
    εὐθὺς βουτᾷς καὶ παίρνεις την καὶ τρώγεις την ὁλώμην,
    ὡς ἔμαθες ᾽ς τὸ σπήτιν σας, πτωχή, ᾽ς τὸ πατρικόν σας.
    ※  14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 630 (628-630), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
    ἀκόμη καὶ τὸ εὐτελὲς, τὸ ἄκρον τῆς οὐρᾶς μου,
    χρῶνται αὐτὸ οἱ ἁλιεῖς εἰς ἄγραν τῶν ἰχθύων,
    τὰς λέγουσιν ἀθερινὰς, τὰς μικροτάτας πάνυ.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ἀθερίναν (αιτιατική ενικού)
  • ἀθερινὰς (αιτιατική πληθυντικού με τονισμό στη λήγουσα λόγω ποιητικού μέτρου)