Δείτε επίσης: αθερίνα, ἀθερίνη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθερίνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀθερίνη + (με μεταπλασμό σε θηλυκό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀθερίνα, -ας θηλυκό (σε χρήση και σήμερα)

  • (ψάρι) αθερίνα
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 160 @anemi.lib.uoc.gr
    καὶ διπλοτήγανον παχὺν μεγάλων ἀθερίνων,
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 336, (333-340), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.189 @archive.org
    πάντως οὐ λέγω ψέματα, οἱ πάντες θεωροῦν το,
    τὸ πῶς καθίζεις, ἄτυχε, κάτω εἰς περιγιάλιν,
    ὑπάγεις καὶ καθέζεσαι εἰς πέτραν στεφανέαν,
    καὶ βλέπεις τὸ ψαρόπουλον αὐτὴν τὴν ἀθερίναν,
    κι ἂν ἔχῃ δρόμον, οὐ λαλεῖς, ἀφίνεις την καὶ πάγει,
    εἰ δὲ πολλάκις ἂν σταθῇ μικρὸν νὰ ἀνασάνῃ,
    εὐθὺς βουτᾷς καὶ παίρνεις την καὶ τρώγεις την ὁλώμην,
    ὡς ἔμαθες ᾽ς τὸ σπήτιν σας, πτωχή, ᾽ς τὸ πατρικόν σας.
    ※  14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 630 (628-630), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
    ἀκόμη καὶ τὸ εὐτελὲς, τὸ ἄκρον τῆς οὐρᾶς μου,
    χρῶνται αὐτὸ οἱ ἁλιεῖς εἰς ἄγραν τῶν ἰχθύων,
    τὰς λέγουσιν ἀθερινὰς, τὰς μικροτάτας πάνυ.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία