κολιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κολιός | οι | κολιοί |
γενική | του | κολιού | των | κολιών |
αιτιατική | τον | κολιό | τους | κολιούς |
κλητική | κολιέ | κολιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολιός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολίας[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολιός αρσενικό
- μεταναστευτικό ψάρι (Scomber japonicus) της οικογένειας των Σκομβριδών
- ※ Τον κολιό μπορεί να τον αναγνωρίσει κάποιος πολύ εύκολα: έχει ημικυκλικό σχήμα, έντονη διχαλωτή ουρά, γαλαζοπράσινη ράχη με μαύρες ρίγες και κάτασπρη κοιλιά. (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7 Αυγούστου 2010)
- ※ Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ομοιότητα του κολιού με το σκουμπρί, αλλά διευκρινίζει ότι το πρώτο του ραχιαίο πτερύγιο έχει λιγότερες ακτίνες από εκείνες του σκουμπριού. Πράγματι έχει 7 αντί για 9. Εκτός αυτού, οι κάθετες ραβδώσεις της ράχης του είναι πιο μουντές και φέρει επιπλέον κηλίδες στην κοιλιακή του χώρα.
- ⮡ ο κολιός ανοιγμένος στα δύο, αλατισμένος και μερικώς αποξηραμένος στον ήλιο, είναι γνωστός ως λιόκαυτο ή γούνα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κολιός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κολιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακολιός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολιός αρσενικό