Δείτε επίσης: Κολιός, κολοιός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολιός οι κολιοί
      γενική του κολιού των κολιών
    αιτιατική τον κολιό τους κολιούς
     κλητική κολιέ κολιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κολιός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολιός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολίας[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈʎos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολιός αρσενικό

  • μεταναστευτικό ψάρι (Scomber japonicus) της οικογένειας των Σκομβριδών
    ※  Τον κολιό μπορεί να τον αναγνωρίσει κάποιος πολύ εύκολα: έχει ημικυκλικό σχήμα, έντονη διχαλωτή ουρά, γαλαζοπράσινη ράχη με μαύρες ρίγες και κάτασπρη κοιλιά. (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7 Αυγούστου 2010)
    ※  Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ομοιότητα του κολιού με το σκουμπρί, αλλά διευκρινίζει ότι το πρώτο του ραχιαίο πτερύγιο έχει λιγότερες ακτίνες από εκείνες του σκουμπριού. Πράγματι έχει 7 αντί για 9. Εκτός αυτού, οι κάθετες ραβδώσεις της ράχης του είναι πιο μουντές και φέρει επιπλέον κηλίδες στην κοιλιακή του χώρα.
    ⮡  ο κολιός ανοιγμένος στα δύο, αλατισμένος και μερικώς αποξηραμένος στον ήλιο, είναι γνωστός ως λιόκαυτο ή γούνα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

κολιός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολιός αρσενικό