Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας smelt
γ΄ ενικό ενεστώτα smelts
αόριστος smelted
παθητική μετοχή smelted
ενεργητική μετοχή smelting

  Ρήμα επεξεργασία

smelt (en)

  • λιώνω πετρώδες ορυκτό για να εξάγω μετάλλευμα (η διαδικασία παράγει και αφρώδες άχρηστο πέτρωμα)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

smelt (en)