Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερυθρωπός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ερυθρωπ
ός
η
ερυθρωπ
ή
το
ερυθρωπ
ό
γενική
του
ερυθρωπ
ού
της
ερυθρωπ
ής
του
ερυθρωπ
ού
αιτιατική
τον
ερυθρωπ
ό
την
ερυθρωπ
ή
το
ερυθρωπ
ό
κλητική
ερυθρωπ
έ
ερυθρωπ
ή
ερυθρωπ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ερυθρωπ
οί
οι
ερυθρωπ
ές
τα
ερυθρωπ
ά
γενική
των
ερυθρωπ
ών
των
ερυθρωπ
ών
των
ερυθρωπ
ών
αιτιατική
τους
ερυθρωπ
ούς
τις
ερυθρωπ
ές
τα
ερυθρωπ
ά
κλητική
ερυθρωπ
οί
ερυθρωπ
ές
ερυθρωπ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερυθρωπός
<
ερυθρός
+
-ωπός
Επίθετο
επεξεργασία
ερυθρωπός
(
λόγιο
) που έχει χρώμα κοντά στο
κόκκινο
, στο
ερυθρό
Συνώνυμα
επεξεργασία
κοκκινωπός
Συγγενικά
επεξεργασία
ερυθρωπά
→
δείτε
τη λέξη
ερυθρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερυθρωπός
→
δείτε
τη λέξη
κοκκινωπός