↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαρμπουνοφάσουλο τα μπαρμπουνοφάσουλα
      γενική του μπαρμπουνοφάσουλου των μπαρμπουνοφάσουλων
    αιτιατική το μπαρμπουνοφάσουλο τα μπαρμπουνοφάσουλα
     κλητική μπαρμπουνοφάσουλο μπαρμπουνοφάσουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαρμπουνοφάσουλο < μπαρμπούν(ι) + -ο- + φασούλ(ι) + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαρμπουνοφάσουλο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία