Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασούλι τα φασούλια
      γενική του φασουλιού των φασουλιών
    αιτιατική το φασούλι τα φασούλια
     κλητική φασούλι φασούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. φασούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φασούλιν < υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή φάσουλος < φασίολος
  2. αναπάντεχο πρόβλημα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fasulo (ψεύτικος), πληθυντικός fasuli που εκλήφθηκε ως ενικός: φασούλι με παρετυμολογία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈsu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐σού‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασούλι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) το φασόλι
  2. (ιδιωματισμός) αναπάντεχο πρόβλημα
    Έβγαλε καινούριο φασούλι η πεθερά μου: θέλει να μετακομίσει στο σπίτι μας.

Συγγενικά επεξεργασία

τύποι με φασου-, λαϊκότροποι:

και

Παροιμίες επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία