φασούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φασούλι | τα | φασούλια |
γενική | του | φασουλιού | των | φασουλιών |
αιτιατική | το | φασούλι | τα | φασούλια |
κλητική | φασούλι | φασούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φασούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φασούλιν < υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή φάσουλος < φασίολος
- αναπάντεχο πρόβλημα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fasulo (ψεύτικος), πληθυντικός fasuli που εκλήφθηκε ως ενικός: φασούλι με παρετυμολογία[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faˈsu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐σού‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φασούλι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το φασόλι
- (ιδιωματισμός) αναπάντεχο πρόβλημα
- ⮡ Έβγαλε καινούριο φασούλι η πεθερά μου: θέλει να μετακομίσει στο σπίτι μας.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασία- φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι : κάτι είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί με αργό και σταθερό ρυθμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φασούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας