χάντρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάντρα | οι | χάντρες |
γενική | της | χάντρας | των | χαντρών |
αιτιατική | τη | χάντρα | τις | χάντρες |
κλητική | χάντρα | χάντρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάντρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χάντρα < πιθανότατα προέλευσης από την αραβική
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χάντρα (και χάνδρα) θηλυκό
- μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, περίπου σφαιρικού σχήματος, με μια διαμπερή τρύπα στη μέση για να μπορεί να περάσει από εκεί κάποια κλωστή, αλυσίδα, καρφίτσα κλπ.
- (γαστρονομία) γενική ονομασία για τον ξερό σπόρο του φασολιού (φασόλια χάντρες)