σαυροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαυροειδής | η | σαυροειδής | το | σαυροειδές |
γενική | του | σαυροειδούς* | της | σαυροειδούς | του | σαυροειδούς |
αιτιατική | τον | σαυροειδή | τη | σαυροειδή | το | σαυροειδές |
κλητική | σαυροειδή(ς) | σαυροειδής | σαυροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαυροειδείς | οι | σαυροειδείς | τα | σαυροειδή |
γενική | των | σαυροειδών | των | σαυροειδών | των | σαυροειδών |
αιτιατική | τους | σαυροειδείς | τις | σαυροειδείς | τα | σαυροειδή |
κλητική | σαυροειδείς | σαυροειδείς | σαυροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαυροειδής < αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασίασαυροειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με σαύρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαυροειδής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασαυροειδὴς