Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαυροειδή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαυροειδή
<
σαυροειδής
(πληθυντικός του ουδέτερου)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαυροειδή
ουδέτερο στον πληθυντικό
(
ζωολογία
)
τάξη
των
ερπετών