Δείτε επίσης: ἀμόλυντος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμόλυντος η αμόλυντη το αμόλυντο
      γενική του αμόλυντου της αμόλυντης του αμόλυντου
    αιτιατική τον αμόλυντο την αμόλυντη το αμόλυντο
     κλητική αμόλυντε αμόλυντη αμόλυντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμόλυντοι οι αμόλυντες τα αμόλυντα
      γενική των αμόλυντων των αμόλυντων των αμόλυντων
    αιτιατική τους αμόλυντους τις αμόλυντες τα αμόλυντα
     κλητική αμόλυντοι αμόλυντες αμόλυντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμόλυντος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμόλυντος[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + μολύν(ω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈmo.lin.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μό‐λυ‐ντος
παλιότερος συλλαβισμός: α‐μό‐λυν‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αμόλυντος, -η, -ο

  1. που δεν έχει μολυνθεί
     αντώνυμα: μαγαρισμένος, ρυπαρός
  2. (μεταφορικά) που είναι αγνός ηθικά
     συνώνυμα: αμίαντος, άσπιλος
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει σεξουαλική επαφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία