αμίαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμίαντος (επίθετο) < αρχαία ελληνική ἀμίαντος < ἀ- + μιαίνω
- αμίαντος (ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ἀμίαντος (ουσιαστικό) < ἀμίαντος (επίθετο) < ἀ- + μιαίνω
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμίαντος | η | αμίαντη | το | αμίαντο |
γενική | του | αμίαντου | της | αμίαντης | του | αμίαντου |
αιτιατική | τον | αμίαντο | την | αμίαντη | το | αμίαντο |
κλητική | αμίαντε | αμίαντη | αμίαντο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμίαντοι | οι | αμίαντες | τα | αμίαντα |
γενική | των | αμίαντων | των | αμίαντων | των | αμίαντων |
αιτιατική | τους | αμίαντους | τις | αμίαντες | τα | αμίαντα |
κλητική | αμίαντοι | αμίαντες | αμίαντα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίααμίαντος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αμιάντινος
- αμίαντο
- αμιαντοκαουτσούκ
- αμιαντόλιθος
- αμιαντόσυρμα
- αμιαντοσωλήνας
- αμιαντοτσιμέντο
- αμιαντοτσιμεντοσωλήνας
- αμιαντωρυχείο
- αμιάντωση
- → δείτε τη λέξη μιαίνω
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αμίαντος | οι | αμίαντοι |
γενική | του | αμίαντου & αμιάντου |
των | αμίαντων & αμιάντων |
αιτιατική | τον | αμίαντο | τους | αμίαντους & αμιάντους |
κλητική | αμίαντε | αμίαντοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμίαντος αρσενικό ή θηλυκό
- (ορυκτολογία) ομάδα διαφορετικών πυριτικών ορυκτών που αποτελούνται από ίνες, που παλιότερα χρησιμοποιούνταν συχνά, σήμερα όμως η χρήση τους έχει απαγορευθεί, επειδή η εισπνοή τους προκαλεί καρκίνο των πνευμόνων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αμίαντος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο