Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βεβηλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βεβηλωμέν
ος
η
βεβηλωμέν
η
το
βεβηλωμέν
ο
γενική
του
βεβηλωμέν
ου
της
βεβηλωμέν
ης
του
βεβηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
βεβηλωμέν
ο
τη
βεβηλωμέν
η
το
βεβηλωμέν
ο
κλητική
βεβηλωμέν
ε
βεβηλωμέν
η
βεβηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βεβηλωμέν
οι
οι
βεβηλωμέν
ες
τα
βεβηλωμέν
α
γενική
των
βεβηλωμέν
ων
των
βεβηλωμέν
ων
των
βεβηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
βεβηλωμέν
ους
τις
βεβηλωμέν
ες
τα
βεβηλωμέν
α
κλητική
βεβηλωμέν
οι
βεβηλωμέν
ες
βεβηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βεβηλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βεβηλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
βεβηλωμένος, -η, -ο
που έχει
βεβηλωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βεβηλωμένος
γαλλικά
:
profané
(fr)