Ετυμολογία

επεξεργασία
βεβηλώνω < αρχαία ελληνική βεβηλόω < βέβηλος

βεβηλώνω (παθητική φωνή: βεβηλώνομαι)

  • παραβιάζω έναν ιερό χώρο με ασεβείς πράξεις ή/και καταστροφές μέσα σ' αυτόν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία