βεβηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βεβηλώνω < αρχαία ελληνική βεβηλόω < βέβηλος
Ρήμα
επεξεργασίαβεβηλώνω (παθητική φωνή: βεβηλώνομαι)
- παραβιάζω έναν ιερό χώρο με ασεβείς πράξεις ή/και καταστροφές μέσα σ' αυτόν
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βεβηλώνω | βεβήλωνα | θα βεβηλώνω | να βεβηλώνω | βεβηλώνοντας | |
β' ενικ. | βεβηλώνεις | βεβήλωνες | θα βεβηλώνεις | να βεβηλώνεις | βεβήλωνε | |
γ' ενικ. | βεβηλώνει | βεβήλωνε | θα βεβηλώνει | να βεβηλώνει | ||
α' πληθ. | βεβηλώνουμε | βεβηλώναμε | θα βεβηλώνουμε | να βεβηλώνουμε | ||
β' πληθ. | βεβηλώνετε | βεβηλώνατε | θα βεβηλώνετε | να βεβηλώνετε | βεβηλώνετε | |
γ' πληθ. | βεβηλώνουν(ε) | βεβήλωναν βεβηλώναν(ε) |
θα βεβηλώνουν(ε) | να βεβηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βεβήλωσα | θα βεβηλώσω | να βεβηλώσω | βεβηλώσει | ||
β' ενικ. | βεβήλωσες | θα βεβηλώσεις | να βεβηλώσεις | βεβήλωσε | ||
γ' ενικ. | βεβήλωσε | θα βεβηλώσει | να βεβηλώσει | |||
α' πληθ. | βεβηλώσαμε | θα βεβηλώσουμε | να βεβηλώσουμε | |||
β' πληθ. | βεβηλώσατε | θα βεβηλώσετε | να βεβηλώσετε | βεβηλώστε | ||
γ' πληθ. | βεβήλωσαν βεβηλώσαν(ε) |
θα βεβηλώσουν(ε) | να βεβηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βεβηλώσει | είχα βεβηλώσει | θα έχω βεβηλώσει | να έχω βεβηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βεβηλώσει | είχες βεβηλώσει | θα έχεις βεβηλώσει | να έχεις βεβηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βεβηλώσει | είχε βεβηλώσει | θα έχει βεβηλώσει | να έχει βεβηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βεβηλώσει | είχαμε βεβηλώσει | θα έχουμε βεβηλώσει | να έχουμε βεβηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βεβηλώσει | είχατε βεβηλώσει | θα έχετε βεβηλώσει | να έχετε βεβηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βεβηλώσει | είχαν βεβηλώσει | θα έχουν βεβηλώσει | να έχουν βεβηλώσει |
|