Ετυμολογία

επεξεργασία
μιαίνω < συγγενική ρίζα με το <<μύδος>> (=υγρασία , σήψις , μούχλα ) .

μιαίνω

  1. επιδρώ βλαπτικά από ηθική και πνευματική άποψη
  2. παραβιάζω ή προσβάλλω την ιερότητα ή την αξία ενός θεσμού, τόπου, προσώπου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία