μιαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιαίνω < συγγενική ρίζα με το <<μύδος>> (=υγρασία , σήψις , μούχλα ) .
Ρήμα
επεξεργασίαμιαίνω
- επιδρώ βλαπτικά από ηθική και πνευματική άποψη
- παραβιάζω ή προσβάλλω την ιερότητα ή την αξία ενός θεσμού, τόπου, προσώπου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μιαίνω | μίαινα | θα μιαίνω | να μιαίνω | μιαίνοντας | |
β' ενικ. | μιαίνεις | μίαινες | θα μιαίνεις | να μιαίνεις | μίαινε | |
γ' ενικ. | μιαίνει | μίαινε | θα μιαίνει | να μιαίνει | ||
α' πληθ. | μιαίνουμε | μιαίναμε | θα μιαίνουμε | να μιαίνουμε | ||
β' πληθ. | μιαίνετε | μιαίνατε | θα μιαίνετε | να μιαίνετε | μιαίνετε | |
γ' πληθ. | μιαίνουν(ε) | μίαιναν μιαίναν(ε) |
θα μιαίνουν(ε) | να μιαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μίανα | θα μιάνω | να μιάνω | μιάνει | ||
β' ενικ. | μίανες | θα μιάνεις | να μιάνεις | μίανε | ||
γ' ενικ. | μίανε | θα μιάνει | να μιάνει | |||
α' πληθ. | μιάναμε | θα μιάνουμε | να μιάνουμε | |||
β' πληθ. | μιάνατε | θα μιάνετε | να μιάνετε | μιάνετε | ||
γ' πληθ. | μίαναν μιάναν(ε) |
θα μιάνουν(ε) | να μιάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μιάνει | είχα μιάνει | θα έχω μιάνει | να έχω μιάνει | ||
β' ενικ. | έχεις μιάνει | είχες μιάνει | θα έχεις μιάνει | να έχεις μιάνει | ||
γ' ενικ. | έχει μιάνει | είχε μιάνει | θα έχει μιάνει | να έχει μιάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε μιάνει | είχαμε μιάνει | θα έχουμε μιάνει | να έχουμε μιάνει | ||
β' πληθ. | έχετε μιάνει | είχατε μιάνει | θα έχετε μιάνει | να έχετε μιάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν μιάνει | είχαν μιάνει | θα έχουν μιάνει | να έχουν μιάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μιαίνω
|