άχραντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άχραντος | η | άχραντη | το | άχραντο |
γενική | του | άχραντου | της | άχραντης | του | άχραντου |
αιτιατική | τον | άχραντο | την | άχραντη | το | άχραντο |
κλητική | άχραντε | άχραντη | άχραντο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άχραντοι | οι | άχραντες | τα | άχραντα |
γενική | των | άχραντων | των | άχραντων | των | άχραντων |
αιτιατική | τους | άχραντους | τις | άχραντες | τα | άχραντα |
κλητική | άχραντοι | άχραντες | άχραντα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άχραντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄχραντος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.xɾan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐χρα‐ντος
Επίθετο
επεξεργασίαάχραντος, -η, -ο
Σημειώσεις
επεξεργασία- Για την εκκλησιαστική γλώσσα → δείτε ἄχραντος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άχραντος
Πηγές
επεξεργασία- άχραντος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άχραντος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας