→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄχραντος τὸ ἄχραντον
      γενική τοῦ/τῆς ἀχράντου τοῦ ἀχράντου
      δοτική τῷ/τῇ ἀχράντ τῷ ἀχράντ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄχραντον τὸ ἄχραντον
     κλητική ! ἄχραντε ἄχραντον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄχραντοι τὰ ἄχραντ
      γενική τῶν ἀχράντων τῶν ἀχράντων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀχράντοις τοῖς ἀχράντοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀχράντους τὰ ἄχραντ
     κλητική ! ἄχραντοι ἄχραντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀχράντω τὼ ἀχράντω
      γεν-δοτ τοῖν ἀχράντοιν τοῖν ἀχράντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄχραντος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄχραντος, -ος, -ον