μετάληψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετάληψη | οι | μεταλήψεις |
γενική | της | μετάληψης* | των | μεταλήψεων |
αιτιατική | τη | μετάληψη | τις | μεταλήψεις |
κλητική | μετάληψη | μεταλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετάληψη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μετάληψις (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μετάληψις < μεταλαμβάνω < λαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετάληψη θηλυκό
- (χριστιανισμός) το τμήμα της Θείας Λειτουργίας κατά το οποίο οι πιστοί κοινωνούν, λαμβάνουν δηλαδή τον άρτο και τον οίνο, που -όπως πιστεύεται- έχουν μετουσιωθεί σε σώμα και αίμα Χριστού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεταλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετάληψη