communion
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcommunion (en) θηλυκό
- (χριστιανισμός) η (θεία) κοινωνία
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcommunion (en)
- η ψυχική ταύτιση, η μέθεξη
- (χριστιανισμός) η (θεία) κοινωνία
communion (en) θηλυκό
communion (en)