ταύτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταύτιση | οι | ταυτίσεις |
γενική | της | ταύτισης* | των | ταυτίσεων |
αιτιατική | την | ταύτιση | τις | ταυτίσεις |
κλητική | ταύτιση | ταυτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταυτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταύτιση < (καθαρεύουσα) ταύτισις < ταυτίζω + -σις/-ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταύτιση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος ταυτίζει κάποιον/κάτι με κάποιον/κάτι άλλο· το να είναι ή να θεωρείται ή να αναγνωρίζεται κάτι ως ίδιο με κάτι άλλο
- οι δύο πλευρές διαπίστωσαν την ταύτιση των επιδιώξεών τους
- Η ταύτιση του κάλλους με το αγαθό στην Ελληνική λογοτεχνία. Ένας πολιτισμικός κώδικας (τίτλος άρθρου του Ερατοσθένη Καψωμένου, καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)
- το να ταυτίζεται συναισθηματικά κάποιος με κάποιον άλλον, να μπαίνει στη θέση του και να μοιράζεται τα συναισθήματά του
- η ταύτιση του αναγώστη με τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος
- το να αναγνωρίζει κάποιος ότι ανήκει σε ένα ευρύτερο σύνολο και ενστερνίζεται τους στόχους του
- η ταύτιση των οπαδών με την ποδοσφαιρική τους ομάδα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταύτιση
|