Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταύτιση οι ταυτίσεις
      γενική της ταύτισης* των ταυτίσεων
    αιτιατική την ταύτιση τις ταυτίσεις
     κλητική ταύτιση ταυτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταυτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταύτιση < (καθαρεύουσα) ταύτισις < ταυτίζω + -σις/-ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταύτιση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος ταυτίζει κάποιον/κάτι με κάποιον/κάτι άλλο· το να είναι ή να θεωρείται ή να αναγνωρίζεται κάτι ως ίδιο με κάτι άλλο
    οι δύο πλευρές διαπίστωσαν την ταύτιση των επιδιώξεών τους
    Η ταύτιση του κάλλους με το αγαθό στην Ελληνική λογοτεχνία. Ένας πολιτισμικός κώδικας (τίτλος άρθρου του Ερατοσθένη Καψωμένου, καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)
  2. το να ταυτίζεται συναισθηματικά κάποιος με κάποιον άλλον, να μπαίνει στη θέση του και να μοιράζεται τα συναισθήματά του
    η ταύτιση του αναγώστη με τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος
  3. το να αναγνωρίζει κάποιος ότι ανήκει σε ένα ευρύτερο σύνολο και ενστερνίζεται τους στόχους του
    η ταύτιση των οπαδών με την ποδοσφαιρική τους ομάδα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία